ψηλαφήσει

ψηλαφήσει
ψηλάφησις
feeling
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ψηλαφήσεϊ , ψηλάφησις
feeling
fem dat sg (epic)
ψηλάφησις
feeling
fem dat sg (attic ionic)
ψηλαφάω
feel
aor subj act 3rd sg (attic epic ionic)
ψηλαφάω
feel
fut ind mid 2nd sg (attic ionic)
ψηλαφάω
feel
fut ind act 3rd sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αψηλάφητος — και αψηλάφιστος, η, ο (AM ἀψηλάφητος, ον) εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να ψηλαφήσει ή να αγγίξει …   Dictionary of Greek

  • ψηλαφητός — ή, ό / ψηλαφητός, ή, όν, ΝΜΑ [ψηλαφώ] αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να ψηλαφήσει, να αγγίξει με τα δάχτυλά του, υπαρκτός, απτός (α. «ψηλαφητό πράγμα» β. «ψηλαφητὴ ἡ ἀνθρωπίνη φύσις», Γρηγ. Νύσσ.) νεοελλ. μτφ. προφανής, ολοφάνερος («ψηλαφητή… …   Dictionary of Greek

  • ψηλαφώδης — ῶδες, Α (για τις κινήσεις τών χεριών ατόμου που βρίσκεται σε παραλήρημα) αυτός που κουνάει τα δάχτυλα σαν να θέλει να ψηλαφήσει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψηλαφῶ + κατάλ. ώδης*] …   Dictionary of Greek

  • ψηλαφητός — ή, ό 1. αυτός που μπορεί κανείς να ψηλαφήσει ή να πιάσει, χειροπιαστός. 2. ολοφάνερος: Αυτή είναι ψηλαφητή απόδειξη της αθωότητάς του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”